χόνδρυλλα
Смотреть что такое "χόνδρυλλα" в других словарях:
χόνδρυλλα — ἡ, Α βλ. χονδρίλ(λ)α … Dictionary of Greek
χονδρίλ(λ)α — η / χόνδρυλλα, ΝΑ, και χονδρύλλα Ν βοτ. μονοετής ή πολυετής πόα, συνήθως αδρότριχη, τής οικογένειας τών συνθέτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χονδρίλη] … Dictionary of Greek
χονδρίλη — ἡ, ΜΑ είδος φυτού, πιθ. η χονδρίλ(λ)α. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + επίθημα ίλη (πρβλ. κον ίλη). Η λ. απαντά και με τις γρφ. χονδρίλλη, χόνδρυλλα. Τη λ. δανείστηκαν οι νεώτερες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chondrilla] … Dictionary of Greek